- σκουαλένιο
- το, Νχημ. άκυκλη οργανική ένωση, πολυακόρεστος υδρογονάνθρακας που ανήκει στην κατηγορία τών ισοπρενοειδών, περιέχεται σε πολλούς φυτικούς και ζωικούς ιστούς, όπως είναι λ.χ. το συκώτι τού καρχαρία, αποτελεί σημαντικό ενδιάμεσο προϊόν κατά τη βιοσύνθεση τών τριτερπενίων και τών στερολών στους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς και χρησιμοποιείται στη φαρμακοβιομηχανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. squalene < λατ. squalus «είδος ψαριού» + κατάλ. -ene τής χημ. ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.